- αετονύχης
- και αϊτονύχης, -α και -ισσα, -ικο1. αυτός που έχει νύχια σαν τού αετούσυνήθως χρησιμοποιείται μτφ. για πρόσωπα με τη σημ. «άρπαγας, κλέφτης, κατεργάρης»2. έξυπνος επιτήδειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + νύχι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αετονύχης, -α — και ισσα, ικο και αϊτονύχης, α ή ισσα, ικο άνθρωπος αρπακτικός, πολύ έξυπνος, ιδιαίτερα επιτήδειος: Αργά κατάλαβε πως είχε μπλέξει με αϊτονύχηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek